σαρκελάφεια

σαρκελάφεια
σαρκ-ελάφεια [pron. full] [λᾰ] (sc. σῦκα), τά,
A venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρκελάφεια — venison figs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκελάφεια — τὰ, Α είδος σύκων που έμοιαζαν με σάρκα ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ἔλαφος + κατάλ. ειος] …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”